π. Δημήτριος Μπόκος: Η παλιά ξυλόπορτα υποχώρησε τρίζοντας στο δυνατό του σπρώξιμο. Η ανάσα του έβγαινε κοφτή, η κακοτράχαλη ανηφόρα τού είχε φέρει λαχάνιασμα. Μικρά κρύσταλλα και σταγόνες κρέμονταν από τα άταχτα φρύδια και τα μουστάκια του.
Κατέβασε με κόπο το βαρύ δισάκι από τους κυρτωμένους ώμους του, το απόθεσε στο σανίδι, που στηριγμένο σε δυο πέτρες σχημάτιζε πρόχειρο καναπέ.
Τα σοδέματά του όλα ήταν εκεί, στο σακούλι αυτό.
Με αυτά θα πορευόταν ολοχρονίς. Αλεύρι, παξιμάδι, ζυμαρικά, όσπρια, λίγο λάδι, ένα φιαλίδιο κρασί… Όλα ευλογία απ’ τους πατέρες της μονής της μετανοίας του.
Όλοι γνώριζαν τον αναχωρητή και τον καλοδέχονταν, όταν τους επισκεπτόταν απ’ το ερημικό του ασκηταριό, μια φορά τον χρόνο, για να προμηθευτεί κι αυτός τα απαραίτητα.
Ο δοχειάρης φόρτωνε το φτωχό γεροντάκι με ό,τι μπορούσε να χωρέσει στο δισάκι του. Ήταν το βιός της χρονιάς.
Το καλύβι του ερημίτη ήταν δεκάδες χιλιόμετρα μακριά,
» Διαβάστε Περισσότερα στο Vimaorthodoxias.gr
Τελευταία Επεξεργασία: